Κούλιτζ, Κάλβιν — (Calvin Coolidge, Πλίμουθ, Βερμόντ 1872 – Νορθάμπτον, Μασαχουσέτη 1933). Αμερικανός πολιτικός, 30ός πρόεδρος των ΗΠΑ (1923 29). Φοίτησε στο Άμχερστ, όπου σπούδασε νομικά. Από το 1897 άρχισε να ασκεί το δικηγορικό επάγγελμα, στο οποίο και… … Dictionary of Greek
Βέδας ο αιδέσιμος — (Baeda ή Bede Venerabilis, Γιάρμαουθ, Νορθάμπτον 672/3 – Τζέροου 735 μ.Χ.). Άγγλος λόγιος, ένας από τους μεγαλύτερους του απώτερου Μεσαίωνα και θεμελιωτής του αγγλοσαξονικού χριστιανικού πολιτισμού, άγιος της Αγγλικανικής Εκκλησίας. Ανάλωσε… … Dictionary of Greek
Γιορκ, δούκας του- — (duke of York). Ένας από τους κυριότερους αγγλικούς τίτλους ευγενείας του 14ου και του 15ου αι. Τον έφεραν τα μέλη της βασιλικής οικογένειας. Πρώτος κάτοχός του ήταν ο Εδμόνδος του Λάνγκλεϊ, γιος του Εδουάρδου Γ’. Από την εποχή των Στιούαρτ τον… … Dictionary of Greek
Δύο Ρόδων, πόλεμος των- — Εμφύλιος πόλεμος που διεξήχθη στην Αγγλία κατά το δεύτερο μισό του 15ου αι., μεταξύ των οπαδών του οίκου των Λάνκαστερ από τη μία πλευρά, που είχαν για έμβλημα ένα κόκκινο ρόδο, και του οίκου των Γιορκ από την άλλη, που είχαν για έμβλημα ένα… … Dictionary of Greek
Κόφκα, Κουρτ — (Kurt Koffka, Βερολίνο 1886 – Νορθάμπτον, Μασαχουσέτη 1941). Γερμανός ψυχολόγος. Το 1924 μετανάστευσε στις ΗΠA, όπου δίδαξε σε διάφορα πανεπιστήμια. Το βασικό έργο του είναι η Συμβολή στη μορφολογική ψυχολογία (1913). Ανέπτυξε, μαζί με τον Κέλερ… … Dictionary of Greek
Κρικ, Φράνσις Χάρι Κόμπτον — (Francis Harry Compton Crick, Νορθάμπτον 1916 –). Άγγλος χημικός, ειδικευμένος στη μοριακή βιολογία. Μόλις αποφοίτησε από το πανεπιστημιακό Κολέγιο του Λονδίνου (1937), εργάστηκε στο πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ. Προσδιόρισε τη δομή του… … Dictionary of Greek
Σάδερλαντ, Γκράχαμ Βίβιαν — (Satherland). Άγγλος ζωγράφος (Λονδίνο 1903). Από τους κορυφαίους σύγχρονους Άγγλους ζωγράφους. Άρχισε ως χαράκτης, υπέστη την επίδραση του Μπλαίηκ και δίδαξε χαρακτική στη Σχολή Τέχνης του Τσέλση. Εικονογράφησε βιβλία, σχεδίασε κοστούμια και… … Dictionary of Greek
Σάθερλαντ, Γκράχαμ — (Sutherland). Άγγλος ζωγράφος, χαράκτης και γλύπτης (Λονδίνο 1903). Σπούδασε στη σχολή καλών τεχνών του Γκόλυτσμιθ του Λονδίνου και ασχολήθηκε με τη χαρακτική τέχνη χρησιμοποιώντας το ακουαφόρτε. Αργότερα, (1930), ασχολήθηκε με τη ζωγραφική,… … Dictionary of Greek
Ταμάγιο, Ρουφίνο — (Tamayo, Οαχάκα 1899). Μεξικανός ζωγράφος και χαράκτης. Σπούδασε (από το 1917) στην Εθνική Σχολή Καλών Τεχνών. Γρήγορα εγκατέλειψε το ακαδημαϊκό ύφος για να εμπνευστεί, όπως οι Ριβέρα, Ορόθκο και Σικουέιρος, από τη λαϊκή τέχνη. Επηρεασμένη από τα … Dictionary of Greek
Τζέρομ, Κλάπκα — (Jerome, Ουόλσολ 1859 – Νορθάμπτον 1927). Άγγλος συγγραφέας. Άσκησε διάφορα επαγγέλματα αλλά επιβλήθηκε, το 1889, ως συγγραφέας, με τις Τεμπέλικες σκέψεις ενός τεμπέλη, και τον ίδιο χρόνο, με το Τρεις άνθρωποι σε βάρκα, αφήγημα με δηκτικές και… … Dictionary of Greek